θεμις

θεμις
    θέμις
    преимущ. indecl., gen. атт.-дор. θέμιτος, эп. θέμιστος ἥ (dat. неупотреб.; acc. эп. θέμιστα - поэт. θέμιν; pl.: nom. θέμιστες, gen. θεμίστων и θεμιστέων, dat. θέμισσι, acc. θέμιστας)
    1) (= лат. fas или jus в отличие от lex) установление, (обычное) право, (нерушимый) обычай, долг, священная обязанность
    

θ. ἐστί Hom. — дозволено, можно, должно;

    τῷ οὐ θ. ἐστὴ μιγῆναι ἐν δαΐ Hom. — с ним (т.е. Посидоном) нельзя вступать в бой;
    οὔ μοι θ. ἐστὴ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Hom. — долг запрещает мне быть негостеприимным к пришельцу;
    ὅσα τείνει πρὸς θέμιν καὴ ἀσέβειαν Plat. — что относится к области дозволенного и что - к области недозволенного;
    οὐ τοὺς μύθους, φασί, μεταξὺ θ. εἶναι καταλείπειν Plat. — говорят, что не следует обрывать рассказ посередине;
    λέξον, εἰ θ. κλύειν Eur. — скажи, если можешь (т.е. если ты вправе)

    2) установленный обычай, обыкновение, норма
    

θ. ἐστί Hom., Hes. — как водится, как повелось, как принято

    3) закон, законность, справедливость
    

ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα Hom.(Арей), не признающий никаких законов

    4) суд, судилище
    

ἵνα σφ΄ ἀγορή τε θ. τε ἤην Hom.(площадь), где у них (ахейцев) находились совет и судилище

    5) судебное решение, приговор
    

οἳ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας Hom. — те, которые выносят неправые решения

    6) возмездие, кара
    

(τίνειν ἀντίρροπον θέμιν Aesch.)

    7) pl. веления (воля) богов
    

Διὸς θέμιστες Hom. — заповеди Зевса;

    θέμισσιν Pind. — согласно оракулам

    8) pl. законы, права, судебная власть, законность, правопорядок, правосудие
    

(δίκαι καὴ θέμιστες Hom.)

    τοῖσιν οὔτ΄ ἀγοραὴ βουληφόροι οὔτε θέμιστες Hom. — нет у них (киклопов) ни совещательных собраний, ни законов;
    Ζεὺς ἐγγυάλιξεν σκῆπτρόν τ΄ ἠδὲ θέμιστας Hom.(Агамемнону) Зевс вручил скипетр и судебную власть

    9) pl. установленная дань, налоги, подати
    

λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Hom.(Ахиллу) будут платить обильные дани


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "θεμις" в других словарях:

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • Θέμις — Θέμῑς , Θέμις that which is laid down fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — θέμῑς , θέμις that which is laid down fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπαζάκα, Θέμις — (Θεσσαλονίκη 1953 –). Ηθοποιός. Από τις πλέον εκφραστικές παρουσίες στο Θέατρο, την μικρή και την μεγάλη οθόνη έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία. Σπούδασε ενδυματολογία και μόδα στο Λονδίνο και το 1979 μπήκε στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Θέμις — Δεκαπενθήμερο και έπειτα μηνιαίο περιοδικό (1881 1907). Ιδρύθηκε από τον Τρ. Μανταφούνη με έδρα την Αθήνα, με καθαρά νομικό περιεχόμενο …   Dictionary of Greek

  • Θέμι — Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμῑ , Θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμι — θέμις that which is laid down fem voc sg θέμῑ , θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem voc sg θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέμιν — Θέμις that which is laid down fem acc sg Θέμις that which is laid down fem acc sg Θέμις that which is laid down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμιν — θέμις that which is laid down fem acc sg θέμις that which is laid down fem acc sg θέμις that which is laid down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέμισιν — Θέμις that which is laid down fem dat pl (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem dat pl Θέμις that which is laid down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμισιν — θέμις that which is laid down fem dat pl (epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem dat pl θέμις that which is laid down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»